Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το θήραμα

  • 1 добыча

    добыча ж 1) (на охоте) η λεία, το θήραμα 2) (руды, угля и т. п.) η εξόρυξη
    * * *
    ж
    1) ( на охоте) η λεία, το θήραμα
    2) (руды, угля и т. п.) η εξόρυξη

    Русско-греческий словарь > добыча

  • 2 дичь

    1. (дикая птица) το θήραμα 2. (мелкие животные) τα θηράματα (πλ.), το κυνήγι, τα μικρά άγρια ζώα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дичь

  • 3 дичь

    дичь ж 1) собир. το θήρα μα 2) (мясо ) το κυνήγι
    * * *
    ж
    1) собир. το θήραμα
    2) ( мясо) το κυνήγι

    Русско-греческий словарь > дичь

  • 4 дичь

    дич||ь
    ж
    1. (животные, птицы) τό θήραμα·
    2. (мясо) τό κυνήγι:
    паштет из \дичьи ἡ πήτα ἀπό κρέας κυνηγιού·
    3. (дикое, глухое место) разг ἡ ἐρημιά, ἡ ἀγριάδα:
    какая \дичь вокру́г! τί ἀγριότο-πος!·
    4. (вздор, чепуха) разг ἡ ἀνοησία, ἡ σαχλαμάρα, τά κουροφέξαλα:
    поро́ть \дичь λέγω σαχλαμάρες, λέγω κουροφέξαλα.

    Русско-новогреческий словарь > дичь

  • 5 добыча

    добыч||а
    ж
    1. (действие) ἡ ἐξόρυξη· [-ις], ἡ ἐξαγωγή:
    \добыча минералов ἡ ἐξόρυξη τῶν ὀρυκτῶν
    2. (добытое) τό ἐξορυγμένο προϊόν / ἡ βορά, ἡ λεία (хищи́ика)/ ἡ θήρα, τό θήραμα (охотника)/ τό λάφυρο[ν], τά λάφυρα (военная)· ◊ стать \добычаей огня γίνομαι παρανάλωμα τοῦ πυρός.

    Русско-новогреческий словарь > добыча

  • 6 дичь

    [ντντς'] ουσ. θ. θήραμα

    Русско-греческий новый словарь > дичь

  • 7 дичь

    [ντντς'] ουσ θ θήραμα

    Русско-эллинский словарь > дичь

  • 8 вытравить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. δηλητηριάζω, καταστρέφω, εξολοθρεύω, ξεκάνω με δηλητήριο.
    2. καθαρίζω χημικώς•

    вытравить пятна βγάζω τους λεκέδες με χημική ουσία.

    3. χαράσσω (με χημική ουσία σε μέταλλο).
    4. καταπατώ, ποδοπατώ, τσαλαπατώ.
    5. (πυνηγ.) σηκώνω, βγάζω, κάνω να βγει, να ξεπεταχτεί, το θήραμα.
    1. καθαρίζομαι, βγαίνω, εξαλείφομαι, με χημική ουσία.
    2. χαράσσομαι με χημική ουσία.
    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    (ναυτ.) ξελασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω λίγο.
    κατεβαίνω αργά, λίγο-λίγο (για άγκυρα, παλαμάρι).

    Большой русско-греческий словарь > вытравить

  • 9 добыча

    θ.
    1. εξαγωγή, εξόρυξη•

    добыча каменного угля εξόρυξη πετροκάρβουνου.

    || επίτευξη, επίτευγμα. || λεία, λάφυρο.
    2. θήραμα, άγρα, κυνήγι.
    3. το εξορυγμένο προϊόν, η παραγωγή.
    4. καταστροφικό έργο, παρανάλωμα, βορά•

    дом стал -ей огня το σπίτι έγινε παρανάλωμα του πυρός.

    Большой русско-греческий словарь > добыча

  • 10 дуван

    α. παλ.
    1. μοιρασιά θηράματος, εσόδου ή λείας.
    2. θήραμα• λεία, αρπαγή, πλιάτσικο•

    дуван дуванить μοιράζω τη λεία.

    Большой русско-греческий словарь > дуван

  • 11 обловить

    -ловлю, -ловишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обловленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ. (για θήραμα, ψάρι) πιάνω κυνηγώ, ψαρεύω (σε ορισμένη έκταση).

    Большой русско-греческий словарь > обловить

  • 12 побудить

    -ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. побуженный, βρ: -жен, -а, -о
    δ.σ.μ.
    1. ξυπνώ, αφυπνίζω..
    2. ξυπνώ (όλους, πολλούς).
    3. (κυνηγ.) σηκώνω το θήραμα(από το λόζιο).
    -ужу, -удишь κ. (απλ.) -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. побужденный, βρ: -ден, -дена., -дено
    ρ.σ.μ.
    παρακινώ, παρορμώ, παροτρύνω, σπρώχνω, εξωθώ, προτρέπω.

    Большой русско-греческий словарь > побудить

  • 13 подранок

    -нка α. θήραμα πληγωμένο.

    Большой русско-греческий словарь > подранок

  • 14 промысловый

    επ.
    επαγγελματικός βιομη-χνικός•

    -ая кооперация βιοτεχνική συνεργατική.

    || κυνηγετικός αλιευτικός•

    промысловый зверь το θήραμα•

    -ое судно αλιευτικό σκάφος.

    Большой русско-греческий словарь > промысловый

  • 15 садка

    θ.
    τοποθέτηση, βάλσιμο. || η φουρνιά.
    θ.
    καθίζηση, κατακάθισμα (για ουσίες). || μάζεμα, συστολή• κόντεμα.
    θ.
    ζωντανό θήραμα (για εξάσκηση σκύλων). || ρίξιμο στο φτερό (για εξάσκηση., σε αφιέμενα πουλιά).

    Большой русско-греческий словарь > садка

  • 16 слышать

    -шу, -шишь
    ρ.δ.
    1. ακούω•

    слышать стук ακούω το χτύπο•

    слышать крик ακούω την κραυγή•

    я плохо -шу δεν ακούω καλά.

    2. πληροφορούμαι, μαθαίνω, ακούω.
    3. αισθάνομαι καταλαβαίνω•

    слышать запах αισθάνομαι τη μυρουδιά.

    || οσφραίνομαι, μυρίζω•

    собака -шит дичь το σκυλί • οσφραίνεται το θήραμα.

    εκφρ.
    ног (или земли) под собой не слышать – (απλ.)• α) πηλαλώ, τρέχω με αστραπιαία ταχύτητα, βγάζουν φωτιές τα πόδια μου, δεν πατώ καταγής, β) κουράζομαι υπερβολικά, μου κόβονται τα πόδια•
    не слыша ног (бежать) – τρέχω με μεγάλη ταχύτητα• (и) -шать не хочет ούτε ν' ακούσει δε θέλει (αρνείται κατηγορηματικά).
    1. ακούομαι•

    -ится шум ακούεται θόρυβος.

    2. αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι•

    -ится запах υπάρχει κάποια μυρουδιά, μυρίζει κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > слышать

  • 17 стойка

    -и, γεν. πλθ. стоек, δοτ. стойкам θ.
    1. στάση προσοχής.
    2. στήριξη, στήσιμο•

    -на руках στήριξη με τα χέρια στο έδαφος(κ. τα πόδια άνω).

    3. στάση, σταμάτημα (των σκύλων κοντά στο θήραμα).
    εκφρ.
    стойка смирноβλ. 1 σημ.
    -и, γεν. πλθ. стоек, δοτ. стойкам, θ.
    1. ορθοστάτης.
    2. τραπέζι στενόμακρο. || το τραπέζι (μπάγκος) μαγαζιού.
    3. γιακάς όρθιος.

    Большой русско-греческий словарь > стойка

  • 18 строгий

    επ., βρ: строг, строга, строго, строже, строжайший.
    1. αυστηρός•

    строгий учитель αυστηρός δάσκαλος•

    строгий критик αυστηρός κριτικός•

    строгий вид αυστηρή μορφή (όψη)•

    строгий тон αυστηρός τόνος•

    -ая диэта αυστηρή δίαιτα•

    строгий вид αυστηρή όψη.

    2. πιστός•

    строгий приверженец классицизма θιασιώτης του κλασικισμού.

    3. (κυνηγ.) πολύ επιφυλακτικός, προφυλακτικός•

    -ая дичь προφυλακτικό θήραμα.

    Большой русско-греческий словарь > строгий

  • 19 шумовой

    επ.
    θορυβώδης, βουερός• ηχηρός. || (για θήραμα) προγκ ισμένος (από το θόρυβο).
    εκφρ.
    шумовой оркестр – ορχήστρα κρουστών οργάνων•
    - ое оформление спектакля – η ηχητική ρύθμιση του θεάματος.

    Большой русско-греческий словарь > шумовой

См. также в других словарях:

  • θήραμα — το (ΑΜ θήραμα) [θηρώ] 1. το ζώο που θηρεύεται ή είναι θηρεύσιμο, κυνήγι, θήρευμα, άγρευμα, λεία 2. μτφ. εύρημα, απόκτημα (α. «θήραμα τι ἐνέτυχον χρυσού τιμιωτέραν κόρην», Διγ. Ακρ. β. «ἀρετά... θήραμα κάλλιστον βίῳ», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • θήραμα — το, ατος 1. το ζώο που πιάστηκε ή σκοτώθηκε στο κυνήγι: Έφερε πολλά θηράματα σήμερα. 2. το ζώο που μπορεί να κυνηγήσει κάποιος: Εξαφανίστηκαν τα θηράματα απ αυτήν την περιοχή. – Παγιδεύω το θήραμα. 3. μτφ., ό,τι επιδιώκει να αποκτήσει κάποιος:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θήραμα — θήρᾱμα , θήραμα prey neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • λεία — Διαρπαγή κινητής και ιδιωτικής περιουσίας, κυρίως έπειτα από πολεμική επιχείρηση· λάφυρο· θήραμα που γίνεται τροφή σαρκοφάγου ζώου. δικαίωμα της λ. Είναι το δικαίωμα του εμπόλεμου κράτους να κατάσχει οποιαδήποτε αγαθά ανήκουν στον εχθρό. Στον… …   Dictionary of Greek

  • αγρίμι — Κάθε τετράποδο θηλαστικό σε άγρια κατάσταση, θηρίο· το αγριοκάτσικο ή αίγαγρος· άγριο πτηνό· το αγρευόμενο ζώο, το αγριμαίο, το θήραμα· μεταφορικά ο δύστροπος, ακοινώνητος, άξεστος, σκληροτράχηλος άνθρωπος. * * * το (Μ ἀγρίμιν) 1. κάθε τετράποδο… …   Dictionary of Greek

  • δόκανο — Παγίδα για τη σύλληψη άγριων ζώων ή πουλιών. Αποτελείται από δύο τοξοειδή ελάσματα, που συγκρατούνται με ένα σύστημα ελατηρίων στην κατάλληλη θέση για την παγίδευση του θηράματος. Όταν το θήραμα πιέσει τα ελατήρια, το σύστημα που συγκρατεί τα δύο …   Dictionary of Greek

  • θήρευμα — το (Α θήραμα) [θηρεύω] θήραμα, λεία, λάφυρο αρχ. στον πληθ. τὰ θηρεύματα το κυνήγι …   Dictionary of Greek

  • κέφαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ερμή ή του Πανδιόνα και της Έρσης (κόρης του Κέκροπα) ή της Κρέουσας, επώνυμος του δήμου Κεφαλής και του αττικού γένους των Κεφαλιδών. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ερωτεύτηκε την Πρόκριδα, την παντρεύτηκε και ζούσε …   Dictionary of Greek

  • σκύλος — Δακτυλοβάμον θηλαστικό της οικογένειας των Κυνιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Ανάλογα με τις ράτσες, ο κατοικίδιος σ. (Canis familiaris) έχει σχήμα και όψεις αξιοσημείωτα διαφορετικές· οι διαστάσεις του μπορούν να ποικίλλουν από πάνω από 90 εκ.… …   Dictionary of Greek

  • άγρα — I Στην αρχαία Αθήνα, η αριστερά του Ιλισού περιοχή, από το Παναθηναϊκό στάδιο έως τη σημερινή οδό Αναπαύσεως περίπου. Στην αρχαία εποχή η περιοχή αυτή ήταν δασώδης και αφιερωμένη στη θεά του κυνηγιού Άρτεμη, που λεγόταν και Αγροτέρα. Η ονομασία Ά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»